12 November 2013

Ἠλίας Βενέζης καὶ Ἀττατοὺρκ



Γράφει ὁ Ἰωακεὶμ Α. Χατζητιμοθεάδης

Τὴ χρονιὰ ποὺ φεύγει, συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ λογοτέχνη Ἠλία Βενέζη ( Ἠλίας Μέλλος, Κυδωνίες (Ἀϊβαλί), 4 Μαρτίου 1904 -Ἀθήνα, 3 Αὐγούστου 1973).
Δὲν χρειάζεται νὰ γράψω πολλὰ γιὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν ἄνθρωπο τῶν γραμμάτων. Ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστά του ἔργα εἶναι «Τὸ νούμερο 31328». Σὲ αὐτὸ μᾶς περιγράφει τὶς ἐμπειρίες ποὺ εἶχε ὡς αἰχμάλωτός τῶν Κεμαλικῶν ἐργατικῶν ταγμάτων γιὰ 14 μῆνες.
Πάρα πολλὲς οἱ προσπάθειες ποὺ ἔχω κάνει νὰ διαβάσω τὸ βιβλίο αὐτό. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς σελίδες σταματάω τὸ διάβασμα διότι οἱ ζωντανές του περιγραφὲς ποὺ στάζουν αἷμα καὶ εἶναι γεμάτες πόνο, μοῦ δημιουργοῦν αἰσθήματα μίσους. Ὅσοι τὸ ἔχετε διαβάσει καταλαβαίνετε τί ἐννοῶ.
Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γράψω ἄλλα. Θ ἀφήσω τὸν συγγραφέα νὰ μᾶς ταξιδέψει στὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ μαῦρα. Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ «Τὸ νούμερο» καὶ θὰ ἤθελα πολὺ νὰ ἀφιερωθεῖ στοὺς συμπατριῶτες μου Ἕλληνες ποὺ δὲν τοὺς νοιάζει καὶ πολὺ ποὺ ὁ Κεμὰλ Ἀταττοὺρκ τιμᾶται σὲ χῶρο ἑλλαδικὸ («Μουσεῖο Κεμὰλ Ἀταττούρκ», Θεσσαλονίκη).

«Νυχτωθήκαμε στὸ Ἁγιασμάτ. Μᾶς πῆγαν σ’ ἕνα σκοτεινὸ χαμηλὸ χτίριο. Μόλις μπήκαμε μέσα μᾶς χτύπησε μιὰ μυρουδιὰ ἀπὸ κοπριά, ἀπὸ θειάφι κι ἁγιοσύνη. Καταλάβαμε πὼς πρόκειται γιὰ ἕναν οἶκο τοῦ Ὑψίστου ποὺ χρησίμευε τώρα γιὰ στάβλος ἢ ἀποθήκη.
  Νεκρή ἡσυχία βασίλευε. Χύσαμε μὲ τὶς χοῦφτες τὸ θόρυβο ποὺ ἔβγαινε ἀπ’ τὰ πικραμένα στόματά μας. Ὕστερα ξαπλώσαμε πάνω στὶς πλάκες ὅπως βρεθήκαμε ὁ καθένας. Ὁ Ἀργύρης κοντά μου. Στὸ βάθος, πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ, πῆγε ἡ φαμίλια. Τὸ καταλαβαίνω ἀπ’ τὸ παιδάκι ποὺ κλαίει. Θὰ φοβᾶται τὸ πολὺ σκοτάδι.
  Η πόρτα ἔκλεισε. Εἴμαστε μονάχοι οἱ σκλάβοι. Πέρασε ἴσαμε μιὰ ὥρα. Ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, σὲ ἀραιὰ διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ὕστερα ἀκουγόταν ἕνα μουγκριχτὸ σὲ μίαν ἄκρη – κάποιος σύντροφός μας. Κι ὅσο προχωροῦσε ἡ νύχτα, αὐτὲς οἱ βαριὲς ὑπόκωφες κραυγὲς ὁλοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τὰ μισόγυμνα κορμιά, ὅσα δὲν ἦταν δουλεμένα στὴν τραχιὰ ζωή, σπαράζαν. Ὅσο περπατᾶς δὲν καταλαβαίνεις τίποτα ἀπ’ τὸ ὕπουλο ἔργο ποὺ γίνεται κάτου ἀπ’ τὸ πετσί, μὲς στὰ νεῦρα. Μὰ μόλις καθίσεις εἶναι ἀδύνατο πιὰ νὰ σαλέψεις χωρὶς νὰ δαγκάνεις, νὰ βγεῖ αἷμα ἀπ’ τὸν πόνο. Πεινούσαμε.
- Ἠλία, θὰ βαστάξουμε, δὲν εἶναι ἔτσι;… μὲ ξαναρωτᾶ ὁ Ἀργύρης, νὰ πάρει κουράγιο ἀπὸ μένα.
Κ’ ἐγὼ θέλω νὰ μὴ λιποψυχήσω:
- Θὰ βαστάξουμε, Ἀργύρη.
- Ἐλπίζεις;…
- Ἐλπίζω.
  Λίγο ἔπειτά μοῦ παραπονιέται γιὰ τὰ πόδια του. Τὸ ἕνα, ποὺ ἦταν ὁλότελα γυμνό, ἄρχισε νὰ πρήζεται, νὰ κάνει φουσκαλίδες. Ἕνα δυὸ ἀπ’ αὐτὲς σπάσαν στὸ δρόμο καὶ τσούζουν. Καὶ τὸ ἄλλο, μὲ τὴ συντροφικὴ παπούτσα, εἶχε πληγώσει. Δὲν μπορῶ νὰ ξεχωρίσω τὸ ὡραῖο χλωμό του πρόσωπο ἐπειδὴ εἶναι σκοτάδι. Μὰ τὸν ἀκούγω ποὺ κλαίει σιγανά. Τοῦ λέω πὼς ὑποφέρω κ’ ἐγώ, σώπα.
  Ξεχνιέται μιὰ στιγμή, μὰ πάλι ξανάρχεται στὸ ἴδιο μοτίβο:
- Ἠλία ἀδερφάκι μου, μπᾶς καὶ δὲ βαστάξουμε;…
  Θα ἦταν ἕντεκα ἡ ὥρα, τὴ νύχτα, ὅταν ἔτριξε ἡ πόρτα. Δυὸ τρεῖς στρατιῶτες μιλοῦσαν σιγανά. Στριμώχτηκα κοντὰ στὸν Ἀργύρη, κ’ ἐκεῖνος σιμά μου, καὶ βλέπαμε. Ἕνα φῶς ἄναψε. Ἕνα κερί. Οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ ψάχνουν. Σκύβουν μὲ τὸ κερὶ στὰ πρόσωπα καὶ κοιτάζουν. Γυρεύουν.
  Σαν φτάξανε σ’ ἐμᾶς, στὰ δυὸ ἀγόρια, στάθηκαν.
- Θέλεις; λέει ὁ ἕνας δείχνοντας τὸν Ἀργύρη.
Ὁ ἄλλος σκέφτηκε, ὕστερα λέει;
- Ὄχι γιὰ τὴν ὥρα.
- Τὴ γυναίκα;
- Ναί.
- Θὰ περιμένεις σειρά, λέει ὁ πρῶτος.
- Θὰ περιμένω.
Ἀπομακρύνουνται.
  Ο Ἀργύρης τὰ καταλαβαίνει ὅλα, γιατί ξέρει τούρκικα. Μὰ κ’ ἐγὼ τὸ ὑποπτεύουμαι. Εἶναι τόσο κοντά μου, ἀκούγω τὴν καρδιά του ποὺ χτυπᾶ γρήγορα. Μὰ γρήγορα. Σφίγγεται πάνω μου.
- Ἠλία… μουρμουρίζει συγκινημένος. Ά, «αὐτὸ» ὄχι! Ὄχι!
  Κ’ ἐμένα μ’ ἔχει περιχύσει ὁ ἴδρος ἀπ’ τὸ φόβο. «Αὐτὸ» δὲν τὸ εἶχα ὑποπτευτεῖ, δὲν τὸ ὑπολόγιζα. Θυμοῦμαι μονομιᾶς ἕνα σωρὸ ἱστορίες ποὺ εἶχα ἀκουστά. Μιὰ ξαφνικὴ ἀξιοπρέπεια τινάζεται σὰ λόχη μὲς ἀπὸ κεῖ, ἀπ’ τὸ ταπεινωμένο ζό. Μιὰ περηφάνια, μὲς στὶς μύξες, στὴ γύμνια, στὰ δάκρυα – ναί, ἦταν ὁλότελα κωμικό.
  Παίρνω ἀμέσως τὴν ἀπόφαση:
- Ἀργύρη, ἐγὼ θὰ προτιμήσω νὰ πεθάνω. Θὰ κάμω ὅ, τί μπορῶ…
  Δεν ἀκούγω τὴν ἀπάντησή του. Ἴσως γιατί τρέμει. Δὲ θέλει ν’ ἀγγίσει τὴ βεβαιότητα πὼς δὲν πρόκειται νὰ ζήσουμε. Γιατί, γιατί εἶναι ἔτσι ὡραία νὰ ἔχεις μιὰ θερμὴ καρδιά, νὰ εἶναι ἥλιος, ἡ θάλασσα…
- Ἀλλὰ «αὐτὸ» ὄχι… Ὄχι «αὐτὸ» μουρμούρισε πάλι.
  Το κερὶ ἔφταξε στὸν προορισμό του, στὸ Ἱερό. Ἀκοῦμε μιὰ στριγγιὰ γυναικεία κραυγὴ ποὺ ξεπετιέται ἀπὸ κεῖ, στὸ βάθος· χαστουκίζει γιὰ ἕνα γρήγορο λεπτὸ τὸν πικρὸν ἀγέρα. Ὕστερα ἄλλη μιὰ κραυγή. Μὰ τούτη σβήνει ἀπότομα ἀπὸ κάποιο χέρι ποὺ βούλωσε τὸ στόμα ποὺ φώναζε. Οἱ στρατιῶτες, φαίνεται, νοιάζουνταν νὰ μὴ γίνει θόρυβος.
  Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, μὲ προφύλαξη, καὶ κουνιοῦνται πρὸς τὸ Ἱερό, νὰ δοῦν. Σηκώνουμαι κ’ ἐγὼ καὶ πάω κοντά, τοῖχο τοῖχο, κρυμμένος στὸ μισοσκόταδο.
  Η γυναίκα βαστοῦσε τὸν ἄντρα της μὲ τὰ δυὸ χέρια καὶ δὲν ἤθελε νὰ ξεκολλήσει. Τὸ παιδάκι εἶναι ξαπλωμένο ἀνάμεσά τους. Δὲν ξύπνησε ἀκόμα. Μιὰ μπούκλα γεμάτη σκόνη ἔχει κολλήσει πάνω στὸ πρόσωπο, πέφτει καὶ πλάι, στὸ κατεβασμένο βλέφαρο. Εἶναι τόσο ἥμερο – μιὰ μπούκλα. Θὰ ὀνειρευόταν. Ὁ στρατιώτης τραβοῦσε τὴ γυναίκα, στὴν ἀρχὴ ἀδύνατα, ἤθελε νὰ εἶναι ἁβρός. Μὰ ὁλοένα δυνάμωνε, ὁλοένα, τὸ τράβηγμα. Ἀνυπομονοῦσε. Τὰ μάτια τοῦ ἦταν τεζαρισμένα ἀπ’ τὴν ἐπιθυμία καί, ὅπως ἡ ἀντίσταση τῆς γυναίκας συνεχιζόταν, μιὰ γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους καὶ τὰ ἄλειψε μὲ φῶς.
- Γλιτῶστε μέ!... Γλιτῶστε μέ!...
  Ο ἄντρας ἀκούει τὴ γυναίκα του. Ἔχει ἕνα χαμένο ὕφος, ἡ μιλιὰ εἶναι δεμένη μὲς στὸ στόμα του, ἀλυχτοῦσε νὰ βγεῖ. Δὲν ἔβγαινε.
- Κ’ ἐσὺ δὲ μὲ σκοτώνεις! Τοῦ φώναζε ἡ γυναίκα μὲ ἀπελπισμένη ὀργή. Δὲ μὲ σκοτώνεις!...
  Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος νὰ ἱκετέψει τοὺς στρατιῶτες:
- Λυπηθεῖτε μας!... Λυπηθεῖτε μας!...
  Ανασηκώθηκε λίγο πρὸς τὰ μπρός, ἔκαμε μιὰ προσπάθεια νὰ κρατηθεῖ σ’ αὐτὴ τὴ στάση τῆς ἀδέξιας γονυκλισίας.
  Μια κλωτσιὰ στὰ πλευρά. Ὁ μεγάλος ὄγκος τοῦ ἔπεσε ἀπότομα πίσω. Κ’ ἡ γυναίκα ἔχασε τὴν ἐπαφὴ μαζί του. Ἔκαμε νὰ πιαστεῖ κάπου, κι ἅρπαξε τὸ ποδαράκι τοῦ παιδιοῦ. Κι αὐτό, ποὺ ξύπνησε, ξεφώνιζε μαζί της:
- Μητερούλα!... Μητερούλα!...
  Ένα μικρὸ διάστημα τὴ σέρναν. Ἔσερνε καὶ τὸ παιδάκι μαζί της. Ὕστερά το παράτησε.
  Βγήκαν ἀπ’ τὸ Ἱερό. Σταμάτησαν κοντὰ στὴν εἴσιδι, πίσω ἀπὸ μιὰ κολόνα. Ἕνας τους πῆρε μιὰ πλατιὰ σανιδένια τάβλα, ποὺ ἦταν στὴν πόρτα, καὶ τὴν ἀκούμπησε στὴν κολόνα, νὰ προφυλάξει τὸ μέρος νὰ μὴ βλέπουμε. Μὰ γιὰ τὸ σκοπὸ τοῦτον ἡ τάβλα ἦταν μικρή, πιὸ μικρὴ ἀπ’ τὸ μπόι τοῦ ἀνθρώπου. Λίγα πράματα μονάχα κρύβουνταν.
- Ἐδῶ μέσα!... Μπρὸς στὰ μάτια μας!... μουρμουρίζει ἕνας μὲ φρίκη. Τὰ σκυλιά!
- Σούτ! Κάνει κάποιος ἄλλος.
  Κρυμμένοι μὲς στὸ σκοτάδι εἴχαμε κολλήσει τὰ μάτια ἐκεῖ. Οἱ καρδιὲς χτυποῦσαν, Κοιτάζαμε μὲ περιέργεια ἀδυσώπητη, σὰ λύσσα, μὴ μᾶς φύγει καὶ ἡ ἐλάχιστη λεπτομέρεια. Ὁ ἕνας στρατιώτης πολεμοῦσε νὰ ρίξει τὴ γυναίκα ἀνάσκελα χάμου. Δὲν ἔπεφτε. Τότες τὴν ἐπίασαν οἱ δυὸ ἀπ’ τὰ χέρια κι ὁ τρίτος ἀπ’ τὰ ποδάρια. Ἄφησαν πιὰ κατὰ μέρος τὴν ἀβρότητα. Τὰ χέρια τους, τὰ κορμιὰ τοὺς δουλεῦαν μὲ γρήγορες νευρικὲς κινήσεις, δὲν ἄντεχαν πιά. Τὴν ξαπλῶσαν ἀνάσκελα. Ὁ μεσαῖος στρατιώτης βιαζόταν νὰ τὴ λευτερώσει ἀπὸ ἕνα δυὸ ροῦχα. Οἱ ἄλλοι τὴν κρατοῦσαν μὲ τὰ χέρια κολλημένα πάνου στὸ στῆθος. Γιὰ μιὰ τελευταία φορὰ πολέμησε νὰ μαζέψει τὶς δυνάμεις της, ν’ ἀντισταθεῖ. Ξέφυγε, στριφογύρισε σὰ φίδι, οὐρλιάζοντας:
- Σκοτῶστε μέ! Σκοτῶστε μέ!
  Τη φέραν πάλι στὰ ἴδια, ἀνάσκελα, μὲ κολλημένα πάνω της τὰ τρία ζευγάρια χέρια. Μὴ ἔχοντας πιὰ νὰ κάμει τίποτα ἄλλο, ἐπίασε νὰ χτυπᾶ τὸ κεφάλι τῆς ἀπανωτά, ἀπελπισμένα, στὶς πλάκες. Ὁ βουβὸς κρότος νοιαζόταν νὰ διατηρηθεῖ μιὰ στιγμὴ μὲς στὶς φωνές της, ποὺ ὁλοένα ἀδυνάτιζαν.
  Τέλος μέρεψε ὁριστικά. Ἄκουγες μονάχα ἕνα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ἕνα παράπονο. Καὶ πολὺ ἀραιά, ἕνα δυὸ τελευταῖα χτυπήματα τοῦ κεφαλιοῦ στὶς πλάκες – κάτι καθυστερημένα χειροκροτήματα μὲς στὴ λαχανιασμένη ἀνάσα τοῦ ζοῦ, ἀπὸ πάνω της, ποὺ «ἐκφραζόταν».
  Γύρισα τὰ μάτια. Δυὸ τρεῖς σύντροφοι εἶχαν μαζευτεῖ κοντὰ κοντά, ὁλόρθοι, καὶ κάνανε ἕνα παραπέτασμα γύρω στὸν ἄντρα της, νὰ μὴ βλέπει. Εἶχε ζαρώσει ἐκεῖ, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, ἔσκυβε πάνου στὸ παιδάκι του μὲ τὶς μποῦκλες ποὺ βέλαζε, τὸ’ σφίγγε.
- Πῶς θὰ τὸ βαστάξω;… Πῶς θὰ τὸ βαστάξω;… μουρμούριζε μὲς στὰ δάκρυά του.
  Ένας ἀπ’ τοὺς δικούς μας θέλησε νὰ τὸν ἡσυχάσει.
- Σύντροφε, δὲν εἶναι ντροπή. Ὅλοι μας μιὰ μέρα μποροῦμε νὰ τὸ βεβαιώσουμε πόσο ἦταν ἀδύνατο νὰ κάμεις τίποτα…
  Ο σιγανὸς ὀλολυγμὸς ἐρχόταν ὁλοένα πιὸ ἀδύνατος ἀπ’ τὸ ἄλλο τὸ φτωχὸ μισολιποθυμισμένο πλάσμα ἐκεῖ. Περνοῦσε μὲς ἀπ’ τὸ προπέτασμα ποὺ κάναμε γύρω στὸν ἄντρα της, ἔφτανε σᾶ λυρικὴ νότα, ἕνας στίχος μὲ σούρουπο, ἕνα «παρών».
- Δὲν εἶναι ντροπή, σύντροφε…
- Μὰ εἶναι γι’ αὐτὸ τώρα;… τινάζεται ἀπελπισμένα. Δὲν τὴν ἀκοῦτε ἐκεῖ χωρὶς βοήθεια; Τώρα τί νὰ κάμω! Τώρα! Τώρα!»


No comments: