08 December 2013

«Μία δημοκρατία δὲν ποινικοποιεῖ τὸν κακὸ λόγο, ἀλλὰ ἐκπαιδεύει τὸν πολίτη της νὰ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ ἄσχημο.»

Γράφει ὁ Ἰωακεὶμ Α. Χατζητιμοθεάδης

Ὁ ρατσισμὸς εἶναι ἕνα πανάρχαιο φαινόμενο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὅλα σχεδὸν τὰ κράτη ἐπιθυμοῦν τὴν ἐξάλειψη αὐτῆς τῆς ἀπάνθρωπης συνήθειας ἀπὸ τὶς κοινωνίες των. Εἶναι κάτι ποὺ ἔχει ἐπηρεάσει κάθε γωνιὰ τοῦ πλανήτη μας, ὅπου ζοῦν ἄνθρωποι.
 Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα περιστατικὰ ρατσισμοῦ εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὴ Βίβλο (Ἀριθμοὶ 12:1), ὅπου ἡ Μαριὰμ καὶ ὁ Ἀαρῶν μίλησαν «ἐνάντια στὸν Μωυσῆ, ἐξαιτίας τῆς γυναίκας τῆς Αἰθιόπισσας, ποὺ εἶχε πάρει· ἐπειδή, γυναίκα Αἰθιόπισσα εἶχε πάρει,…» (Καὶ ἐλάλησε Μαριὰμ καὶ  Ἀαρῶν κατὰ Μωυσῆ, ἕνεκεν τῆς γυναικὸς τῆς Αἰθιοπίσσης ἣν ἔλαβε Μωυσῆς, ὅτι γυναίκα Αἰθιόπισσαν ἔλαβε,…).
Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πράξει ἡ νὰ σκεφτεῖ ρατσιστικά, σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς μας. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἡ πολιτεία μπορεῖ νὰ τὸ ἐκλείψει, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο, μὲ τὴ σωστὴ παιδεία.
 Ἡ Ἑλλάδα, τὸ λίκνο τῆς δημοκρατίας, εἶναι λογικὸ νὰ μὴν ἐπιθυμεῖ οἱ Ἕλληνες νὰ σκεφτόμαστε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε ρατσιστικὰ ἀπέναντι στοὺς συμπολίτες μας. Τὸ δύσκολο εἶναι ὅταν ἕνα πολίτευμα ἔχει ρατσιστικὲς πρακτικὲς . Ὅλα τα ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα δροῦν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Μία ἀπὸ τὶς πρακτικὲς αὐτῶν τῶν καθεστώτων εἶναι καὶ ἡ λογοκρισία. Μὲ νομοθεσίες, οἱ κυβερνῶντες τῶν ἀκροδεξιῶν ἢ ἀκροαριστερῶν καθεστώτων ἐλέγχουν τὸν προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο τῶν ὑπηκόων. Ἐπιτρέπεται μόνον ὁ λόγος ποὺ εἶναι σύμφωνος μὲ τὰ πιστεύω τῶν «ἀρχόντων» τοῦ πολιτεύματος.
Κάτι παρόμοιο προσπαθεῖ νὰ κάνει καὶ ἡ ἑλληνικὴ πολιτεία μὲ τὸ νομοσχέδιο γιὰ τὸν ρατσισμό. Ἕνα νομοσχέδιο ποὺ δείχνει ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν εἴμαστε ἀκόμη ἕτοιμοι γιὰ τὴν δημοκρατία.
Δημοκρατία καὶ περιορισμὸς-ἔλεγχος τοῦ λόγου εἶναι δύο ἐντελῶς ἀντίθετα πράγματα. Μία δημοκρατία πρέπει νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς ἀπόλυτης προστασίας τῆς ἔκφρασης τοῦ λόγου, ἀκόμη καὶ τὸν λόγο ποὺ εἶναι ἐνάντια σὲ αὐτὴ τὴ μορφὴ τοῦ πολιτεύματος. Ὁ φασισμὸς καὶ ἄλλες παρόμοιες ἰδεολογίες ἀπαγορεύουν τὸν ἀντίθετο λόγο, ὄχιΔημοκρατία.
Τὸ νὰ εἶναι κάποιος δημοκράτης δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα. Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ποῦ καυχώμαστε ὅτι εἴμαστε δημοκράτες θὰ «ὑπερασπιζόμασταν μέχρι θανάτου τὸ δικαίωμα κάποιου νὰ λέει κάτι μὲ τὸ ὁποῖο διαφωνοῦμε; » (Βολταῖρος).
Ἐμένα προσωπικὰ μὲ ἐνοχλεῖ (ὅπως θὰ ἤθελα νὰ πιστεύω καὶ τὴν πλειοψηφία τῶν συμπατριωτῶν μου) ὅταν κάποιοι ἀμφισβητοῦν τὴ γενοκτονία τῶν Ποντίων καὶ τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ἐπιθυμοῦσα ἕναν νόμο τοῦ κράτους ποὺ νὰ τοὺς ἀπαγορεύει νὰ τὸ λένε. Τότε, κάθε ἄλλο παρὰ δημοκράτης θὰ ἤμουν.
Μὲ τὸ νομοσχέδιο περὶ ρατσισμοῦ ποὺ προωθεῖ ἡ κυβέρνηση, δίνουμε τὸ δικαίωμα, ἐὰν ποτὲ πάρει τὰ ἡνία διακυβέρνησης τῆς χώρας μας κάποιο ἀκροδεξιὸ κόμμα, νὰ μπορεῖ νὰ ψηφίσει νομοσχέδιο ποὺ νὰ ἀπαγορεύει νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴ γενοκτονία τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τοὺς ναζιστὲς ἢ γιὰ τὴ σφαγὴ τοῦ Κατὺν ἀπὸ τὸν Στάλιν, ἐὰν μιλᾶμε γιὰ ἕνα ἀκροαριστερὸ κόμμα. Σὲ τί θὰ διαφέρουμε ἀπὸ αὐτούς;
Μὲ τὴν ἴδια λογική, σὲ κάποια μουσουλμανικὴ χώρα, ἕνα ἰσλαμικὸ καθεστὼς δικαιοῦται νὰ περιορίσει τὴν ἔκφραση τοῦ λόγου ἐντός τῶν συνόρων τῆς χώρας του.
Ὁ λόγος, ἡ ἐπικοινωνία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη καὶ δὲν περιορίζεται, ἀλλὰ ἐκπαιδεύεται. Μία δημοκρατία δὲν ποινικοποιεῖ τὸν κακὸ λόγο, ἀλλὰ ἐκπαιδεύει τὸν πολίτη της νὰ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ ἄσχημο.
Ἔχοντας ζήσει γιὰ κάποια χρόνια στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς, μπόρεσα νὰ καταλάβω στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ διατύπωσε ὁ John Stuart Mill σχετικὰ μὲ τὸν ἀκραῖο καὶ ἐπιθετικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος «πρέπει νὰ προστατεύεται ἀκόμη καὶ ὅταν προκαλεῖ ὀδύνη», (ὅπως τὸ προαναφερθὲν παράδειγμά μου γιὰ τὴ γενοκτονία Ἑλλήνων ἀπὸ τὸ Κεμαλικὸ καθεστώς). Καὶ συνεχίζει ὁ Mill γράφοντας κάτι ποὺ λίγοι μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε, ὅτι δηλαδὴ «ὅταν ἀπαγορεύεις τὴ διατύπωση μίας ἄποψης, εἶναι σὰν νὰ ληστεύεις τὴν ἀνθρωπότητα.»

Μία σωστὴ καὶ δημοκρατικὴ παιδεία θὰ μᾶς κάνει δημοκράτες καὶ ἄρα νὰ ἀπεχθανόμαστε τὸν ρατσισμὸ καὶ ὄχι οἱ νόμοι. Ὁ νόμος μπορεῖ νὰ ἀπαγορεύσει σὲ ἕναν ρατσιστὴ νὰ ἐκφράσει τὰ πιστεύω του, ἀλλὰ δὲν θὰ τοῦ ἀπαγορεύσει καὶ νὰ σκέφτεται ρατσιστικὰ καὶ τὸ πιὸ βασικὸ εἶναι ἡ σκέψεις μας νὰ μὴν εἶναι ρατσιστικές, ὁπότε καὶ ὁ λόγος μας καὶ οἱ πράξεις μας θὰ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ φαινόμενο αὐτό.